Γιατί αισθανόμαστε όλοι ότι έχουμε φτάσει στα όρια μας την περίοδο της πανδημίας;

Photo by Brock Wegner on Unsplash

Photo by Brock Wegner on Unsplash

Πώς αυτό μας βοηθάει να καταλαβαίνουμε καλύτερα τα παιδιά;

Ένα άρθρο στους New York Times θίγει το θέμα γιατί αισθανόμαστε τόσο εξαντλημένοι και αντιπαραγωγικοί την περίοδο του lockdown και της πανδημίας, μιας πανδημίας που φαίνεται να είναι στο τελικό της στάδιο πριν την αντιμετώπιση της. https://www.nytimes.com/2021/04/03/business/pandemic-burnout-productivity.html

Το φαινόμενο αυτό πήρε το όνομα «κρίση της ύστερης φάσης της πανδημίας» και αναφέρεται στη μειωμένη παραγωγικότητα, θέληση, ενθουσιασμό και κινήτρου που αισθάνεται η πλειοψηφία των ανθρώπων την τελευταία περίοδο που διανύουμε. Η συγγραφέας του άρθρου, Sarah Lyall, αποδίδει την ύπαρξη αυτού του φαινομένου στην εργασιακή-υπαρξιακή βαρεμάρα που προέρχεται από τη συνειδητοποίηση ότι καθόμαστε στην ίδια καρέκλα τους τελευταίους 12 μήνες και μας κάνει να αισθανόμαστε σαν «άδεια σακιά», κακέκτυπα του παλιού μας παραγωγικού εαυτού.  

Η αρθρογράφος αναφέρει ότι σε μια έρευνα που διεξάχθηκε σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία, οι εργαζόμενοι της δήλωσαν ότι αισθάνονται λιγότερο παραγωγικοί, λιγότερο αφοσιωμένοι και όχι τόσο επιτυχημένοι. 

Μια υπεύθυνη για τα social media και τα events ενός Πανεπιστημίου δηλώνει ότι τα πράγματα της παίρνουν περισσότερο για να τα κάνει επειδή δε θέλει να τα κάνει. Νιώθει ότι έχει ξεμείνει από ιδέες και δεν έχει και το κίνητρο να τις βρει. 

Η ειδικός σε θέματα άγχους, Dr. Margaret Wehrenberg, υποστηρίζει ότι όταν οι άνθρωποι περνάν μια μακρά περίοδο χρόνιου και μη-προβλέψιμου άγχους, αναπτύσσουν αυτό που ονομάζεται «συμπεριφορική ανηδονία», που είναι η απώλεια της ικανότητας να αντλείς ευχαρίστηση από αυτά που κάνεις. Έτσι, οι άνθρωποι μπαίνουν σε ένα λήθαργο και χάνουν το ενδιαφέρον τους για τα πράγματα που οδηγεί σε έλλειψη παραγωγικότητας. 

Το πιο ίσως συνταρακτικό εύρημα είναι αυτό που αναφέρει η Natasha Rajah, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο McGill και ειδική σε θέματα μνήμης και εγκεφάλου. Υποστηρίζει ότι το να παραμένεις σε μια μονότονη κατάσταση που περιέχει μεγάλο άγχος συμβάλλει στο να αισθάνεσαι τον χρόνο διαφορετικά (μια γκρίζα ζώνη) και να μην μπορείς να σχηματίσεις νέες αναμνήσεις που έχουν σημασία. Οι αναμνήσεις στη μνήμη εργασίας δε συγκρατούνται γιατί δε δίνουμε σημασία στα πράγματα και έτσι, αδυνατούμε να συγκρατήσουμε πράγματα στο μυαλό μας και να σχεδιάσουμε για το μέλλον. 

Τέλος, ο καθηγητής Νευροεπιστημών και διευθυντής του UCI Brain Initiative στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Irvine. Mike Yassa, υποστηρίζει ότι ο το άγχος είναι ωφέλιμο σε μικρές ποσότητες. Όταν αυτή η περίοδος του άγχους επιμηκύνεται στον χρόνο, τότε είναι πολύ επιζήμιο για την υγεία. Διαταράσσει τον κύκλο του ύπνου και τις καθημερινές μας ρουτίνες, όπως τη σωματική άσκηση, και όλα αυτά επιβαρύνουν το σώμα και μας εμποδίζουν να είμαστε ανθεκτικοί.  

Το άρθρο αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ολοένα και περισσότερο στο γραφείο μου εμφανίζονται γονείς που είναι πολύ προβληματισμένοι με τα παιδιά τους, είτε είναι πρώτης σχολικής ηλικίας είτε προέφηβοι-έφηβοι. Μου αναφέρουν έλλειψη κινήτρου (τα παιδιά δε θέλουν να κάνουν τις εργασίες τους, αρνούνται να κάνουν διαδικτυακό μάθημα, ακόμα και να πάνε στο σχολείο ξανά), έλλειψη σταθερού κύκλου ύπνου και αποφυγή κοινωνικών επαφών. 

Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο το να ζεις την «ημέρα της μαρμότας» ξανά και ξανά σε μια γκρίζα ζώνη άγχους και επικείμενου κινδύνου, δε βοηθάει τον εγκέφαλο να κάνει συνάψεις, να προγραμματίσει για το μέλλον και γενικά δε βοηθάει στη «σύνδεση». Η σύνδεση με άλλους ανθρώπους είναι η ουσία της ύπαρξης μας, είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπινους. Το να «αποσυνδεόμαστε» από τις συνήθειες, τις παρέες και τα πλαίσια μας, μας φέρνει σε μια κατάσταση ημιάγρια. Αρχίζουν, λοιπόν, τα παιδιά να φοβούνται τις επαφές ή έλκονται από επικίνδυνες καταστάσεις για να προκαλέσουν έντονα συναισθήματα. Είτε κλείνονται είτε έχουν τάσεις φυγής. Λείπει η ισορροπία. 

Ποια είναι, λοιπόν, η στάση των γονέων σε όλα αυτά. Καταρχάς, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας ότι περνάμε μια δύσκολη κατάσταση, οπότε να μην έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις με αυτές που είχαμε πριν ένα χρόνο. Επίσης, δημιουργούμε συνθήκες εκτόνωσης στο σπίτι ή έξω όσο πιο συχνά γίνεται. Χορός με δυνατά τη μουσική, μαξιλαροπόλεμος, σκετσάκια με καταστάσεις ακραίες (άνθρωποι που τσακώνονται ή κάνουν φάρσες), παιχνίδια κρυμμένου θησαυρού, μεγάλες πεζοπορίες, γρήγορο τρέξιμο, ό,τι κάνει τις ενδορφίνες να αυξάνονται και την αδρεναλίνη να παίρνει φωτιά.Προσπαθούμε να έχουμε ένα σταθερό πρόγραμμα ύπνου, φαγητού και άσκησης για τα παιδιά, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται πολύ δύσκολο. Περιορίζουμε τις ώρες έκθεσης στην οθόνη (δεν τις μηδενίζουμε, ούτε βάζουμε ουτοπικά όρια) και προσπαθούμε να έχει μια ώρα απόσταση η έκθεση στην οθόνη από τον ύπνο. Και τέλος, λέμε στα παιδιά ιστορίες. Βρίσκουμε παραδοσιακά παραμύθια και τα λέμε. Η ταύτιση τους με τους ήρωες θα τους δώσει δύναμη και δίοδο για να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Όσοι είμαστε γονείς εφήβων, προσπαθούμε να βρούμε μαζί ταινίες που θα περάσουμε καλά ή που κάτι μας λένε αυτή την περίοδο. Και το πιο σημαντικό, τους δίνουμε χώρο και χρόνο για να τους ακούσουμε.

Previous
Previous

«Μαμά, δε θέλω να πάω σχολείο...»

Next
Next

Η επικοινωνία με τους εφήβους μέσα στην πανδημία του COVID-19